- αρμυρίζω
- -ισα, -ίστηκα, -ισμένος, γίνομαι αλμυρός: Το φαΐ αρμυρίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρμυρίζω — [αρμυρός] 1. γίνομαι αλμυρός 2. δοκιμάζω κάτι αλμυρό 3. για κατσίκια που πίνουν λίγο θαλασσινό νερό … Dictionary of Greek
αλμυρίζω — (Α ἁλμυρίζω Ν και αρμυρίζω) [ἁλμυρός] έχω αλμυρή γεύση, είμαι αλμυρός νεοελλ. Ι ενεργ. 1. γίνομαι αλμυρός 3. γεύομαι κάτι για πρώτη φορά 4. κάνω κάτι αλμυρό 5. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι αλμυρό 6. ποτίζω τα ζώα με θαλασσινό νερό ή τά ταΐζω με… … Dictionary of Greek
αλμυρίζω — και αρμυρίζω ισα, ίστηκα, ισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι αλμυρό βάζοντας αλάτι: Το αλμύρισες πολύ το φαγητό. 2. αμτβ., είμαι ή γίνομαι αλμυρός: Έτσι που αλμύρισε το χοιρινό δεν τρώγεται. 3. τρώω αλμυρά: Θέλησε ν αρμυρίσει κι έφαγε λίγο λακέρδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)